-
1 выкапывать
σκάβω, σκάπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выкапывать
-
2 прокопать
ρ.σ.μ.1. σκάβω• ανοίγω•прокопать канал ανοίγω διώρυγα.
2. διατρυπώ σκάβοντας•гору διατρυπώ το βουνό.
3. σκάβω (για ένα χρον. διάστημα)•прокопать целый день σκάβω όλη τη μέρα.
σκάβω•прокопать до воды σκάβω ώσπου να βρω νερό.
|| σκάβω (για ένα χρον. διάστημα). -
3 рыть
рытьнесов σκάβω, ἀνοίγω, (άνα)σκάπ-τω, ὀρύσσω:\рыть йму σκάβω λάκκο· \рыть око́пы ἀνοίγω χαρακώματα· \рыть картофель ξε-σκάβω πατάτες· ◊ \рыть самому себе яму σκάβω τόν λακκον μου. -
4 копать
ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. копанный, βρ:: -пан, -а, -о.1. σκάβω•копать землю σκάβω τη γή•
копать огород σκάβω τον κήπο•
канаву σκάβω χαντάκι.
2. ξεχώνω, ξεθάβω• εξορύσσω.1. ανασκαλίζω, ανασκαλεύω, ψάχνω. || μτφ. ανερευνώ, εξετάζω λεπτομερώς.2. ψιλοδουλεύω, ψιλοκοσκινίζω• αργώ, βραδύνω•не -айся, кончай работу скорей μην αργείς, τέλειωνε τη δουλειά γρήγορα.
3. σκάβομαι. -
5 рыть
рыть 1рою, роешь, παθ. μτχ. παρλθ. рытый, βρ: рыт-а, -оρ.δ.μ.1. σκάβω, ανασκάβω, ορύσσω•рыть яму σκάβω λάκκο•
рыть окопы σκάβω χαρακώματα•
рыть колодец σκάβω πηγάδι•
рыть канал ανοίγω (κάνω) διώρυγα.
|| ανασκαλίζω. || εξορύσσω.2. ρίχνω, πετώ άτακτα.εκφρ.землю роет – α) αδημονεί, δεν τον χωράει ο τόπος, β) θαύματα (άθλους) κάνει, αναποδογύριζειτο σύμπαν.σκάβομαι, ορύσσομαι. || ψάχνω, ερευνώ• σκαλίζω.рыть 2-я ουδ.σκάψιμο, σκαφή• όρυξη•канавы σκάψιμο χάντακα.
-
6 выкопать
ρ.σ. μ1. (ξε)σκάβω, εκσκάπτω, ξεχώνω, εξορύσσω•выкопать колодец σκάβω (ανοίγω) πηγάδι•
выкопать яму σκάβω λάκκο•
выкопать картофель βγάζω την πατάτα.
2. μτφ. βρίσκω, ξετρυπώνω•откуда вы -ли такую певицу? που την ξετρυπώσατε τέτοια τραγουδίστρια;
ξεχώνομαι, βγαίνω (από τη γη, άμμο, χιόνι). -
7 прорыть
ρ.σ.μ.1. σκάβω, (εκ)σκάπτω. || σκάβω διαμπερώς• κάνω σήραγγα.2. σκάβω (για ένα χρον. διάστημα).1. προχωρώ ανοίγοντας δρόμο.2. ψάχνω, ανασκαλίζω, -ευω•прорыть в бумагах целый час ανασκαλεύω τα χαρτιά ολόκληρη ώρα.
-
8 копать
-
9 рыть
-
10 вырыть
-рою, -роешь ρ.σ.μ.1. σκάβω, εκσκάπτω•вырыть яму σκάβω λάκκο.
2. ξεθάβω, επθάπτω, ξεχώνω.σκάβοντας βγαίνω στην επιφάνεια•крот -лся ο τυφλοπόντικας σκάβοντας βγήκε έξω (στην επιφάνεια).
-
11 долбить
-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. долбленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.1. σκάβω, βαθαίνω, εκκοιλαίνω, βαθουλώνω•-блю стену σκάβω τον τοίχο•
долбить камень κάνω λακκούβα στην πέτρα•
дятел дерево -ит ο δρυοκολάπτης τρυπά το δέντρο•
капля и камень -ит οι σταλαματιές και την πέτρα τρώνε•
улей σκαλίζω κυψέλη (από κορμό δέντρου).
2. χτυπώ διαρκώς. || χτυπώ, βάλλω συνεχώς με πυροβόλα, σφυροκοπώ.3. (απλ.) επαναλαβαίνω, κοπανώ τα ίδια και τα ίδια.4. (απλ.) αποστηθίζω, απομνημονεύω, παπαγαλίζω•он часами -ит урок αυτός ώρες ολόκληρες αποστη θ. ίζει το μάθημα.
σκάβομαι, κοιλαίνομαι κλπ. ρ.μ. -
12 могила
-ы θ.τάφος, μνήμα•возложить венок на -у καταθέτω στεφάνι στο μνήμα•
вы-рить -у σκάβω τον τάφο.
|| ως κατηγ. είναι επικίνδυνα, πολύ άσχημα. || ως κατηγ. είναι πολύ εχέμυθος (ταφόπετρα).εκφρ.до самой -ы – ως τον τάφο (ως το θάνατο)•найти (себе) -у – βρίσκω τον τάφο μου (το τέλος μου)•рыть (копить) -у кому – σκάβω το λάκκο κάποιου (προσπαθώ να βλάψω κάποιον)•свести в -у кого – κάνω κάποιον για τον τάφο (για θάνατο)•смотреть (глядеть) в -у – βλέπω το χάρο με τα μάτια (αντικρύζω το θάνατο)•сойти в -у – κατεβαίνω (αποδημώ) στον άλλο κόσμο•унести (с собой) в -у – το παίρνω μαζί μου στον τάφο (δε βγάζω το μυστικό)•быть на краю -ы – είμαι, στο χείλος του τάφου (είμαι με το ένα πόδι στον τάφο). -
13 накопать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на-кбпанный, βρ: -пан, -а, -оσκάβω πολύ•накопать ям σκάβω λάκκους.
|| ανορύσσω εξορύσσω, εξάγω, βγάζω•накопать мешок картошки βγάζω ένα τσουβάλι πατάτες.
-
14 нарыть
-рою, -роешьρ.σ.μ.1. σκάβω•-канав σκάβω αυλάκια.
2. βγάζω σκάβοντας•нарыть мешок картофеля βγάζω ένα σακκί πατάτες•
земли βγάζω χώμα.
-
15 отрыть
-рою, -роешь ρ.σ.μ.1. ξεσκάβω, εκσκάπτω• εξορύσσω. || μτφ. ξεθάβω, εκθάπτω ξεχώνω (ανακαλύπτω κάτι κρυμμένο).2. σκάβω•отрыть окопы σκάβω χαρακώματα.
εκσκάπτομαι, ξεθάβομαι, βγαίνω στη επιφάνεια. -
16 перерыть
-рого, -роешь ρ.σ.μ.1. κατασκάβω•перерыть всё поле κατασκάβω όλο το χωράφι.
2. σκάβω εγκαρσίως•перерыть дорогу канавой σκάβω αύλακα στο δρόμο.
3. ανασκαλεύω, ανακατώνω;, перерыть все ящики в стол ανασκαλεύω όλα τα συρτάρια του τραπεζιού. -
17 яма
-ы θ.1. λάκκος• λακκούβα•копать -у σκάβω λάκκο•
мусорная яма σκουπιδόλακκος, -δαριό•
угольная яма καρβουνόλλακος (αποθήκευσης).
|| βόθρος.2. παλ. φυλακή υπόγεια.3. μτφ. το καταγώγιο.εκφρ.водяная яма – βλ. омут• воздушная яма κενό αέρα ατμόσφαιρας•рыть -у кому – σκάβω το λάκκο κάποιου. -
18 вскрывать
1. горн. εκσκάπτω, σκάβω, διανοίγω 2. (распечатывать) αποσφραγίζωανοίγω3. мед. (труп) κάνω νεκροψίανεκροτομώ(напр. нарыв) ανοίγω (π χ το απόστημα)4. (обнаруживать, выявлять) αποκαλύπτω, φανερώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вскрывать
-
19 вырывать
I. 1. (рыть) (εκ)σκάβω 2. (уда-лять силой) ξεριζώνω, αποσπώ, βγάζω 3. (выхватывать) τραβώ, παίρνω 4. (вынуж-дать, добиваться чего-л. от кого-л.) αποσπώ. II.(тошнить) κάνω εμετό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вырывать
-
20 копать
σκάπτω, σκάβω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > копать
См. также в других словарях:
σκάβω — και σκάφτω έσκαψα, σκάφτηκα, σκαμμένος 1. διανοίγω τη γη με τη σκαπάνη: Έσκαψε τον κήπο του για να φυτέψει λαχανικά. 2. φρ., «Σκάβω το λάκκο μου», καταστρέφομαι μόνος μου. 3. σκαλίζω λίθο ή μάρμαρο: Έσκαψε το μάρμαρο με τη σμίλη για να του δώσει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκάβω — σκάβω, έσκαψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» … Dictionary of Greek
ανασγαρλίζω — σκάβω με το λισγάρι, σκάβω ή ανακατώνω με τα δάχτυλα, μετατοπίζω το χώμα με τα νύχια των ποδιών, σγαρλίζω 2. μτφ. ανασκαλεύω … Dictionary of Greek
διβολίζω — σκάβω αγρό για δεύτερη φορά για να καταστραφούν τα ζιζάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. μτγν.) διβολώ* < δίβολος*] … Dictionary of Greek
δισκαφίζω — σκάβω για δεύτερη φορά, διβολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + σκάφω, διαλεκτ. τ. τού σκάπτω + ίζω] … Dictionary of Greek
οργώνω — σκάβω τη γη με το αλέτρι, αροτριώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < οργή + κατάλ. ώνω. Το ρ. έχει τη σημ. τών αρχ. ὀργῶ* «αρδεύομαι καλά για παραγωγή καρπού» και ὀργάς* «γη που καλλιεργείται και ποτίζεται τακτικά, εύφορος αγρός». Κατ άλλη άποψη, το ρ. οργώνω έχει… … Dictionary of Greek
βόθρος — ο (AM βόθρος) νεοελλ. βαθύς σκεπασμένος λάκκος όπου διοχετεύονται και συγκεντρώνονται ακαθαρσίες αρχ. μσν. λάκκος, όρυγμα στο έδαφος αρχ. κοιλότητα σε βράχο για το πλύσιμο των ρούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βόθρος (με επίθημα * ro ), αποτελεί λέξη ήδη… … Dictionary of Greek
ανασκάπτω — (AM ἀνασκάπτω) 1. σκάβω εκ νέου, σκάβω σε βάθος 2. ξεριζώνω, ξεχώνω 3. (στη γλώσσα τής Αρχαιολογίας) σκάβω αναζητώντας ευρήματα 4. κατεδαφίζω, καταστρέφω ολοκληρωτικά … Dictionary of Greek
κατορύσσω — (ΑΜ κατορύσσω, Α αττ. τ. κατορύττω) σκάβω τη γη και θάβω κάτι μέσα σ αυτήν, σκάβω λάκκο και χώνω κάτι μέσα σ αυτόν («τοὺς δὲ ἀνοσίους... εἰς πηλόν τινα κατορύττουσιν ἐν Ἅιδου», Πλάτ.) μσν. αρχ. αποσιωπώ, αποκρύπτω («κατορύττειν καὶ ἀνορύττειν τῷ… … Dictionary of Greek
ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… … Dictionary of Greek